Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξοργιστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξοργιστικός -ή -ό [eksorjistikós] Ε1 : που προκαλεί την οργή, που είναι πολύ κακός και επομένως πολύ δυσάρεστος, ώστε να μας εξοργίζει: Εξοργιστική αδιαφορία / συμπεριφορά. H κατάσταση των νοσοκομείων μας είναι όχι απλά κακή αλλά εξοργιστική. εξοργιστικά ΕΠIΡΡ: Είναι ~ τεμπέλης.

[λόγ. εξοργισ- (εξοργίζω) -τικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go