Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξολόθρεμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξολόθρεμα το [eksolóθrema] Ο49 : η εξολόθρευση.

[μσν. εξολόθρεμα < ελνστ. ἐξολέθρευμα με προχωρ. αφομ. [o-e > o-o], αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go