Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξολκέας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξολκέας ο [eksolkéas] Ο21 : α.εργαλείο με το οποίο βγαίνει από κάπου κτ. σφηνωμένο ή προσαρμοσμένο με πίεση: Ο ~ του μαιευτήρα / του οδοντιάτρου. β. εξάρτημα του όπλου που εξάγει τον κενό κάλυκα από τη θαλάμη ύστερα από κάθε εκπυρσοκρότηση: Ο ~ του κλείστρου / του κινητού ουραίου.

[λόγ. εξ- αρχ. ὁλκ(ή) `τράβηγμα΄ -εύς > -έας μτφρδ. γαλλ. extra cteur]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go