Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξοδούχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξοδούχος ο [eksoδúxos] Ο18 : (στρατ.) στρατιώτης που έχει άδεια εξόδου από τη μονάδα στην οποία υπηρετεί: Tο μεσημέρι της Kυριακής η πόλη γέμισε από εξοδούχους. || (ως επίθ.): Οι εξοδούχοι στρατιώτες να παρουσιαστούν στον αξιωματικό υπηρεσίας.

[λόγ. έξοδ(ος) + -ούχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες