Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξιτήριο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξιτήριο το [eksitírio] Ο40 : έγγραφο που δίνει το νοσοκομείο σε νοσηλευόμενο ασθενή, όταν αυτός πρόκειται να φύγει από αυτό. ANT εισιτήριο.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ἐξιτήριος `που αναφέρεται σε αναχώρηση΄ κατά τη σημ. του αντ. εισιτήριο]

[Λεξικό Κριαρά]
εξιτήριον το.
  • 1) (Στον πληθ.) αποχαιρετιστήριος λόγος:
    • ακούσαι τα περί ημών εξιτήρια (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 18547‑48).
  • 2) Συστατικό γράμμα:
    • ως εξιτήριον δεδώκαμεν το παρόν (αυτ. 23318).

[ουδ. του μτγν. επιθ. εξιτήριος ως ουσ. Η λ. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες