Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξισορροπώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξισορροπώ [eksisoropó] -ούμαι Ρ10.9 : δημιουργώ ισορροπία ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα στοιχεία. α. (για αντίρροπες δυνάμεις) δημιουργώ ισορροπία1: Εξισορροπούμε το ζυγό βάζοντας τα ανάλογα σταθμά. β. (για καταστάσεις ή παράγοντες αντίθετους μεταξύ τους) δημιουργώ ισορροπία2: Όταν σε μια χώρα οι θάνατοι δεν εξισορροπούνται από τις γεννήσεις, ο πληθυσμός της μειώνεται.

[λόγ. εξ- ισορροπώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες