Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξισορροπητικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξισορροπητικός -ή -ό [eksisoropitikós] Ε1 : που δημιουργεί ή προσπαθεί να δημιουργήσει ισορροπία ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα στοιχεία: ~ ρόλος.

[λόγ. εξισορροπη- (εξισορροπώ) -τικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go