Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξιλαστήριος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξιλαστήριος -α -ο [eksilastírios] Ε6 : που γίνεται για εξιλέωση· συνήθ. στην έκφραση εξιλαστήριο θύμα, αυτός που σκόπιμα θεωρείται ένοχος για σφάλματα, αδικήματα κτλ., τα οποία διέπραξαν άλλοι· (πρβ. αποδιοπομπαίος τράγος).

[λόγ. < ελνστ. ἐξιλαστήριος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go