Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξημμένος -η -ο [eksiménos] Ε3 : που χαρακτηρίζεται από υπερβολική έξαψη, ένταση ή διέγερση: Yπάρχει κίνδυνος ταραχών, γιατί τα πνεύματα είναι πολύ εξημμένα. Εξημμένη φαντασία, υπερβολικά έντονη.
[λόγ. < αρχ. μππ. του ἐξάπτομαι (δες εξάπτω)]



