Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξημμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξημμένος -η -ο [eksiménos] Ε3 : που χαρακτηρίζεται από υπερβολική έξαψη, ένταση ή διέγερση: Yπάρχει κίνδυνος ταραχών, γιατί τα πνεύματα είναι πολύ εξημμένα. Εξημμένη φαντασία, υπερβολικά έντονη.

[λόγ. < αρχ. μππ. του ἐξάπτομαι (δες εξάπτω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες