Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξηλεκτρισμός ο [eksilektrizmós] Ο17 : παροχή ηλεκτρικής ενέργειας και χρησιμοποίησή της σε διάφορες, ιδίως εργασιακές, δραστηριότητες: ~ της γεωργίας / της βιομηχανίας. ~ του νοικοκυριού. Πρόγραμμα εξηλεκτρισμού μιας περιοχής / μιας χώρας, για τη δημιουργία των απαραίτητων εγκαταστάσεων.
[λόγ. εξηλεκτρισ- (εξηλεκτρίζω) -μός]



