Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξηλεκτρίζω [eksilektrízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω εξηλεκτρισμό.
[λόγ. εξ- ηλεκτρ(ικόν) -ίζω μτφρδ. αγγλ. electrify & γαλλ. électrifier]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. εξ- ηλεκτρ(ικόν) -ίζω μτφρδ. αγγλ. electrify & γαλλ. électrifier]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |