Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξηλεκτρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξηλεκτρίζω [eksilektrízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω εξηλεκτρισμό.

[λόγ. εξ- ηλεκτρ(ικόν) -ίζω μτφρδ. αγγλ. electrify & γαλλ. électrifier]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες