Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξεύρεση η [eksévresi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξευρίσκω. α. εξοικονόμηση, εξασφάλιση: ~ χρημάτων / πόρων. β. επινόηση: ~ τρόπου / λύσης / μεθόδου.
[λόγ. < αρχ. ἐξεύρε(σις) `ανακάλυψη΄ -ση]



