Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξευτελιστικό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξευτελιστικός -ή -ό [ekseftelistikós] Ε1 : 1.που έχει μειωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό: Yποχρεώθηκαν να πουλήσουν τα σπίτια τους σε εξευτελιστικές τιμές. 2. που είναι έντονα προσβλητικός για κπ.: Εξευτελιστική μεταχείριση κάποιου / συμπεριφορά απέναντι σε κπ.

[λόγ. < ελνστ. ἐξευτελιστ(ής) `που εξευτελίζει΄ -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go