Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξευρωπαϊσμός ο [eksevropaizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξευρωπαΐζω: Προσπάθειες για εξευρωπαϊσμό της Tουρκίας. Aργός / βίαιος ~.
[λόγ. εξευρωπαϊσ- (εξευρωπαΐζω) -μός]



