Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξεταστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξεταστικός -ή -ό [eksetastikós] Ε1 : που σχετίζεται με την εξέταση. 1. που παρατηρεί ή φαίνεται ότι παρατηρεί προσεκτικά: Εξεταστικό βλέμμα. 2α. που έχει ως προορισμό να κάνει ορισμένη εξέταση με σκοπό είτε τη διαπίστωση των γνώσεων ή των ικανοτήτων κάποιου είτε τη συγκέντρωση πληροφοριών για κτ.: Εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή. Συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής. β. που αναφέρεται σε ορισμένες εξετάσεις: Εξεταστική περίοδος. εξεταστικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Kοιτάζω ~ κπ.

[λόγ. < αρχ. ἐξεταστικός `που μπορεί να ερευνήσει΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go