Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξελληνισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξελληνισμός ο [ekselinizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξελληνίζω: Ο ~ της Aιγύπτου κατά την αρχαιότητα. Bίαιος ~.

[λόγ. εξελληνισ- (εξελληνίζω) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go