Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαφάνιση η [eksafánisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξαφανίζω. 1. το να μη φαίνεται κάποιος ή κτ., να μη γίνεται αντιληπτός ή να μην μπορεί να βρεθεί: H ~ των στοιχείων. ~ πολύτιμων εγγράφων. ~ ενός προσώπου / ενός πράγματος. Kαταγγέλθηκε στην αστυνομία η ~ ενός κοριτσιού. Mυστηριώδης / ξαφνική / αινιγματική ~. H ~ κάποιων ειδών από την αγορά, η απόκρυψή τους ή η έλλειψή τους. 2α. το να μην υπάρχει πια κτ.: H ~ αρχαίων πολιτισμών / θρησκειών. H ~ πολλών ειδών ζώων / των δεινοσαύρων. β. πλήρης καταστροφή: H ~ των δασών.
[λόγ. < μσν.(;) εξαφάνισις < εξαφανι- (εξαφανίζω) -σις > -ση]