Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξασφαλίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξασφαλίζω [eksasfalízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.προφυλάγω κτ. από τον ενδεχόμενο κίνδυνο να χαθεί, να πάθει ζημιά κτλ.: Aγόρασε ένα οικόπεδο για να εξασφαλίσει τα λεφτά του. || (παθ.) εξασφαλίζω τον εαυτό μου, τον προφυλάγω από κπ. κίνδυνο: Nα εξασφαλιστείς πριν του δανείσεις χρήματα. Δώσε μου κτ. ως ενέχυρο, για να είμαι εξασφαλισμένος. 2α. αποκτώ ή πετυχαίνω κτ. με τρόπο ώστε να το έχω πάντοτε στη διάθεσή μου: Δουλεύει για να εξασφαλίσει το ψωμί του. || ~ τους απαραίτητους πόρους / τις αναγκαίες πιστώσεις, εξοικονομώ. || (ειδικότ.) καθιστώ βέβαιη τη μελλοντική (συνήθ. οικονομική) επάρκεια κάποιου: Aγωνίζεται να εξασφαλίσει τα παιδιά του. Εξασφαλίζομαι οικονομικά. Εξασφαλίστηκε με έναν πλούσιο γάμο. Είμαι οικονομικά εξασφαλισμένος. Έχει εξασφαλισμένο ένα σίγουρο εισόδημα. β. ενεργώ έτσι ώστε να επιτύχω ένα συγκεκριμένο επιθυμητό αποτέλεσμα, πραγματοποιώ κτ. κάνοντας τις κατάλληλες ενέργειες: ~ την ευτυχία / το διορισμό κάποιου. ~ την επιτυχία / τη συμμετοχή μου, κατορθώνω να πετύχω / να συμμετάσχω: H εθνική μας ομάδα έχει εξασφαλίσει τη συμμετοχή της στα τελικά της διοργάνωσης.

[λόγ. < ελνστ. ἐξασφαλίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες