Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξαργυρώσιμος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαργυρώσιμος -η -ο [eksarjirósimos] Ε5 : που μπορεί να εξαργυρωθεί.

[λόγ. εξαργυρω- (δες εξαργυρώνω) -σιμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go