Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαποστειλάριο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαποστειλάριο το [eksapostilário] Ο42 (συνήθ. πληθ.) : (εκκλ.) καθένα από τα τροπάρια του όρθρου που ψάλλονται πριν από τους αίνους.

[λόγ. < μσν. εξαποστειλάριον (ενν. τροπάριον) εξαπόστειλ(ον) (από τη συχνή προστ. εξαπόστειλ(ον) `στείλε΄ που περιέχει) -άριον]

[Λεξικό Κριαρά]
εξαποστειλάριον το.
  • (Εκκλ.) τροπάριο που ψάλλεται πριν από τους αίνους κατά τη διάρκεια του όρθρου:
    • (Κώδ. Πάτμου I 73).

[<αόρ. του εξαποστέλλω + κατάλ. άριον. Η λ. τον 8. αι. και στο Ευχολόγιο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες