Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαποδώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαποδώ ο [eksapoδó] & οξαποδώ ο [oksapoδó] Ο (άκλ.) : (λαϊκότρ.) ονομασία του διαβόλου, η οποία χαρακτηρίζεται από ευφημιστική και αποτρεπτική διάθεση: Άι στον ~. Ο ~ τον έβαλε να κάνει το κακό.

[φρ. έξ(ω) από δω, όξ(ω) από δω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες