Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαποδώ ο [eksapoδó] & οξαποδώ ο [oksapoδó] Ο (άκλ.) : (λαϊκότρ.) ονομασία του διαβόλου, η οποία χαρακτηρίζεται από ευφημιστική και αποτρεπτική διάθεση: Άι στον ~. Ο ~ τον έβαλε να κάνει το κακό.
[φρ. έξ(ω) από δω, όξ(ω) από δω]