Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαπλώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαπλώνω [eksaplóno] -ομαι Ρ1 (συνήθ. παθ.) : α.αυξάνω τη γεωγραφική έκταση που καλύπτει κτ., προκαλώ εξάπλωση, επεκτείνω: Ο ελληνισμός εξαπλώθηκε σε όλη τη Mεσόγειο με την ίδρυση αποικιών. || (παθ.) εμφανίζομαι σε περισσότερες περιπτώσεις, αποκτώ ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις: H επιδημία εξαπλώθηκε με γοργούς ρυθμούς στον πολιορκημένο πληθυσμό. β. κάνω κτ. γνωστό ή αποδεκτό από περισσότερους ανθρώπους· διαδίδω: Ο χριστιανισμός εξαπλώθηκε ταχύτατα στα πλαίσια της Ρωμαϊκής Aυτοκρατορίας.

[λόγ. < ελνστ. ἐξαπλ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
εξαπλώνω· αξαπλώνω· εξαμπλώνω· ξαπλώνω.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1) Απλώνω:
        • τα χέρια της εξήπλωσεν στον τράχηλον του νέου (Αχιλλ. L 1249
        • χάμαι κτυπά τη μούρη ντου (ενν. το πουλάκι), ξαπλώνει τα φτερά του (Π. Ν. Διαθ. φ. 335α 24).
      • 2) Ξαπλώνω κάτω κάπ.:
        • χάμαι τονε ξαπλώσετε και δείρετέ τον ούλοι (Ερωφ. Ε´ 100).
      • 3) Εξαπλώνω, διαδίδω:
        • (Φορτουν. Αφ. 20
        • ήτον λαός αδίδακτος …, εδιαύτο ήρθε ο Θεός τον νόμον να ξαπλώσει (Δεφ., Λόγ. 32).
      • 4) (Προκ. για στρατεύματα) παρατάσσω:
        • (Ροδολ. Γ´ 329).
    • Β´ Αμτβ.
      • 1) Απλώνομαι:
        • τα χέρια της και οι πόδες της ήσαν εξηπλωμένα (Λόγ. παρηγ. O 681
        • (μεταφ.):
          • ζάλο και ζάλο να κινά κι ο πόθος να ξαπλώσει (Ερωτόκρ. Α´ 1798).
      • 2) Ξαπλώνομαι κάτω:
        • δοξόβολον τον έριξεν απάνω εκ το φαρίν του κι εξήπλωσεν ο δυνατός ως πλάτανη μεγάλη (Αχιλλ. L 1018).
      • 3) Διαδίδομαι:
        • η φρόνησις και η σοφία όλη εβγήκε και εξάπλωσε στην οικουμένην όλη (Ιστ. Βλαχ. 2364).
  • II. Μέσ.
    • 1) Ξαπλώνομαι κάτω:
      • εζαλίσθη ο γέρων και εξαπλώθη εις την γην (Διγ. Άνδρ. 38128).
    • 2) (Με υποκ. τη λ. ημέρα) απλώνομαι:
      • (Ερμον. Μ 176).

[αρχ. εξαπλόω. Ο τ. ξα‑ και σήμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες