Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαντρίκ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαντρίκ [eksandrík] Ε (άκλ.) : που είναι εκκεντρικός, εξεζητημένος: ~ ντύσιμο / χτένισμα. || που είναι πολύ κομψός, προσεγμένος: Mια κυρία πολύ ~.

[λόγ. < γαλλ. excentrique]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες