Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξανίσταμαι [eksanístame] Ρ αόρ. γ' πρόσ. εξανέστη, εξανέστησαν : (λόγ.) θυμώνω και αντιδρώ πολύ έντονα σε κτ. που το θεωρώ τελείως απαράδεκτο: Mην εξανίστασαι· αυτά που παθαίνεις τώρα τα έκανες πρώτα εσύ στους άλλους. Εξανέστη με αυτά που άκουσε και αντέδρασε βίαια.
[λόγ. < αρχ. ἐξανίσταμαι `σηκώνομαι απ΄ τη θέση μου΄ σημδ. γαλλ. se soulever]