Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαμηνία
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαμηνία η [eksaminía] Ο25 : χρονικό διάστημα έξι μηνών· εξάμηνο.

[λόγ. < μσν. εξαμηνία < εξα- + μην- (δες μήνας) -ία]

[Λεξικό Κριαρά]
εξαμήνια τα· ’ξαμήνια.
  • Το μνημόσυνο που γίνεται στους έξι μήνες:
    • να μου κάμουν μνημόσυνα καλά …, τριμήνια, εξαμήνια (Ολόκαλος 15017).

[πληθ. ουδ. του επιθ. εξαμήνιος (14. αι., LBG) ως ουσ. Ο τ. και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
εξαμηνιαίος, επίθ.· εξαμηναίος.
  • α) Που διαρκεί έξι μήνες:
    • (Χρον. Μορ. P 5718
  • β) (στην αιτιατ. επιρρ.) για ένα εξάμηνο:
    • ορίζω να είναι εξαμηναίον όλοι τους πληρωμένοι (Χρον. Μορ. H 6543).
  • Το ουδ. ως ουσ. = (εκκλ.) λειτουργικό βιβλίο που περιέχει την ύλη των μηναίων έξι συνεχόμενων μηνών (πβ. Du Cange, λ. μηναία):
    • Εξαμηνιαίον βεβράινον αρχόμενον από τον Σεπτέμβριον (Διαθ. Μαγγ. 47).

[μτγν. επίθ. εξαμηνιαίος. Ο τ. τον 6. αι. (LBG). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαμηνιαίος -α -ο [eksaminiéos] Ε4 : που αντιστοιχεί σε χρονικό διάστημα έξι μηνών. α. (για έντυπο) που εκδίδεται κάθε έξι μήνες: Εξαμηνιαίο περιοδικό. β. (για χρηματικό ποσό) που πληρώνεται κάθε έξι μήνες: Tο ποσό θα πληρωθεί σε δέκα εξαμηνιαίες δόσεις.

[λόγ. < ελνστ. ἑξαμηνιαῖος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες