Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξακόσιοι -ες -α
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
εξακόσιοι, αριθμητ.· εξακόσοι· ’ξακόσιοι ‑α.
  • Εξακόσιοι:
    • (Αχέλ. 583).

[αρχ. αριθμητ. εξακόσιοι. Ο τ. εξ‑ στο Βλάχ. και σήμ. ποντ. Η λ. και ο τ. ’ξα‑ και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go