Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαιρώ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαίρω [ekséro] -ομαι Ρ αόρ. εξήρα, απαρέμφ. εξάρει, παθ. αόρ. εξάρθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και εξήρθη, εξήρθησαν, απαρέμφ. εξαρθεί : 1α.αναφέρω, περιγράφω κτ. με έμφαση, τονίζοντας τις ιδιαιτερότητές του, για να γίνει αντιληπτό ή πιο κατανοητό: Όχι μόνο δεν απέκρυψε αλλά αντίθετα εξήρε τις δυσκολίες του εγχειρήματος. β. επαινώ, εγκωμιάζω, εκθειάζω: Εξαίρεται το έργο μιας προσωπικότητας. Ξενόδουλο καθεστώς που δε δίστασε να εξάρει ακόμα και τη δράση των δωσιλόγων. 2. (συνήθ. παθ.) περνώ σε μία κατάσταση ποιοτικά ανώτερη: Επιδιώκει να εξαρθεί πάνω από την πεζότητα και την καθημερινότητα.

[λόγ. < αρχ. ἐξαίρω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαιρώ [ekseró] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. εξαιρέθηκα, απαρέμφ. εξαιρεθεί : 1.χωρίζω, ξεχωρίζω κπ. ή κτ. από το σύνολο στο οποίο ανήκει, δεν αποδίδω σ΄ αυτόν ό,τι χαρακτηρίζει τα υπόλοιπα στοιχεία του συνόλου: H Ελλάδα, αν εξαιρέσουμε τη Θεσσαλία, δεν έχει άλλη αξιόλογη πεδιάδα. (έκφρ.) εξαιρουμένου κάποιου, εκτός από κπ.: Όλοι οι άνθρωποι, εξαιρουμένων των παρόντων, είναι υποκριτές. μηδενός* εξαιρουμένου. 2. απαλλάσσω κπ. από νόμιμη υποχρέωση ή του στερώ νόμιμο δικαίωμα για ειδικούς λόγους: Οι ανάπηροι εξαιρούνται από την υποχρέωση για στράτευση. Mε αίτηση της υπεράσπισης εξαιρέθηκαν δύο ένορκοι από τη σύνθεση του δικαστηρίου. 3. (παθ.) παρεκκλίνω από τον κανόνα που αφορά το σύνολο στο οποίο ανήκω, δε συμπεριλαμβάνομαι σ΄ αυτόν: Όλα τα ρήματα που τελειώνουν σε [éno] γράφονται με αι· εξαιρούνται τα μένω, δένω, πλένω.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐξαιρῶ & σημδ. γαλλ. à l΄exception de· 2: σημδ. γαλλ. exempter· 3: κατά τη σημ. της λ. εξαίρεση3]

[Λεξικό Κριαρά]
εξαίρω.
  • I. (Ενεργ.) εξαφανίζω:
    • (Δούκ. 31912).
  • II. (Μέσ.) σηκώνομαι, ανεβαίνω:
    • (Ιερακοσ. 5169).

[αρχ. εξαίρω. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Κριαρά]
εξαιρώ· μτχ. παρκ. εξαιρεμένος· εξαιρημένος.
  • I. (Ενεργ.) (προκ. για αριθμητικές πράξεις) αφαιρώ:
    • (Rechenb. (Vog.) 173).
  • II. (Μέσ.) αποκλείομαι από κ.:
    • (Ελλην. νόμ. 56726‑7).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1) Εξαιρετικός, ξεχωριστός:
      • έναι ο στρατιώτης ευγενής και εξηρημένη η κόρη (Λίβ. N 1725· Αχιλλ. N 98).
    • 2) Υπερβολικός:
      • Εκεί να είδες ταραχήν του κόσμου εξηρημένη (Αχιλλ. O 184).

[αρχ. εξαιρέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες