Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαιρετέος -α -ο [ekseretéos] Ε4 : που πρέπει να εξαιρεθεί: Εξαιρετέα ημέρα, που επίσημα χαρακτηρίζεται ως αργία λόγω θρησκευτικής ή άλλης γιορτής. || (νομ. για πρόσ.) που πρέπει να απαλλαγεί από νόμιμη υποχρέωση ή να στερηθεί νόμιμο δικαίωμα: Ο δικαστής / εισαγγελέας / μάρτυρας κρίθηκε ~. (έκφρ.) γνωστός* και μη ~.
[λόγ. < αρχ. ἐξαιρετέος `που πρέπει να απομακρυνθεί΄ κατά τη σημ. του εξαιρώ]



