Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαιρέτως
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εξαιρέτως, επίρρ.· ’ξαιρέτως.
  • α) Ιδίως, προπάντων:
    • (Ελλην. νόμ. 52322
  • β) σε μεγάλο βαθμό, πάρα πολύ:
    • πέφτει ο πόθος εις αυτούς μεγάλως, εξαιρέτως (Βυζ. Ιλιάδ. 157).

[μτγν. επίρρ. εξαιρέτως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες