Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαθλίωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαθλίωση η [eksaθlíosi] Ο33 : κατάσταση πλήρους αθλιότητας, πολύ μεγάλης κατάπτωσης, ιδίως από υλική άποψη: Οικονομική ~. H βαριά φορολογία από τη μια μεριά και η έλλειψη ασφάλειας από την άλλη οδήγησαν σε ~ τον αγροτικό πληθυσμό. || εξαχρείωση: Hθική / πνευματική ~.

[λόγ. εξαθλιω- (δες εξαθλιώνω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες