Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξαδέλφη
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
εξαδέλφη η· αξαδέλφη.
  • Εξαδέλφη:
    • (Αρμούρ. 196).

[μτγν. ουσ. εξαδέλφη. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go