Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαγώγιμος -η -ο [eksaγójimos] Ε5 : (για εμπόρευμα) που είναι κατάλληλο για εξαγωγή: Οι φετινές καιρικές συνθήκες υποβάθμισαν την ποιότητα των πορτοκαλιών, έτσι ώστε αυτά να μην είναι εξαγώγιμα. Tα εξαγώγιμα προϊόντα μιας χώρας, που έχουν ζήτηση στο εξωτερικό.
[λόγ. < αρχ. ἐξαγώγιμος]



