Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαγόρευσις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εξαγόρευσις η· εξηγόρευσις.
  • 1) Εξομολόγηση αμαρτιών:
    • (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 441), (Ασσίζ. 35822).
  • 2) Ανάκριση:
    • (Ασσίζ. 3488‑9).

[μτγν. ουσ. εξαγόρευσις. Τ. ξαγόρεψη σήμ. ιδιωμ. (Κριαρ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες