Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξαγριώνομαι
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
εξαγριώνομαι· εξαγρώνομαι· ’ξαγριώνομαι· ’ξεγριώνομαι.
  • Εξαγριώνομαι, αγριεύω:
    • (Χριστ. διδασκ. 274
    • με χολή ξεσπάθωσε όλος εξαγριωμένος (Θησ. Ε´ [644]).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • α) (προκ. για μαλλιά) ανακατεμένος, ανασηκωμένος:
      • χήτη ’ξαγριωμένη (Θησ. Θ´ [51]
    • β) άγριος, τραχύς, σκληρός:
      • νουν εξαγριωμένον (Ερωτοπ. 206).

[αρχ. εξαγριόομαι. Τ. ’ξεγγριώνω στο Du Cange (ειν). Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go