Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξαγοράσιμος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαγοράσιμος -η -ο [eksaγorásimos] Ε5 : που είναι δυνατό να εξαγοραστεί. || (για ορισμένη υποχρέωση, συνήθ. έννομη) που μπορεί κανείς να απαλλαχτεί από αυτή πληρώνοντας ορισμένο αντίτιμο: Εξαγοράσιμη ποινή / στρατιωτική θητεία.

[λόγ. εξαγορασ- (εξαγοράζω) -ιμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go