Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαγοράζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαγοράζω [eksaγorázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.αγοράζω κτ., αποκτώ κυριότητα σε αυτό: Έγινε μοναδικός ιδιοκτήτης της επιχείρησης εξαγοράζοντας το μερίδιο του συνεταίρου του. 2. (μτφ.) πληρώνω ορισμένο αντίτιμο, συνήθ. χρηματικό, και έτσι: α. απαλλάσσομαι από ορισμένη υποχρέωση, συνήθ. έννομη: Kαταδικάστηκε σε φυλάκιση, εξαγόρασε όμως την ποινή του και αφέθηκε ελεύθερος. β. (για πρόσ., ιδ. αιχμάλωτο, δούλο κτλ.) απελευθερώνω: Οι αιχμάλωτοι πουλήθηκαν ως δούλοι, αργότερα όμως εξαγοράστηκαν από τους συγγενείς τους. || ~ την ελευθερία κάποιου. γ. εξασφαλίζω την υποστήριξη ή την ευνοϊκή διάθεση κάποιου· (πρβ. δωροδοκώ): Kέρδισε τη δίκη εξαγοράζοντας τους μάρτυρες του αντιδίκου του. || ~ τη σιωπή κάποιου.

[λόγ. < ελνστ. ἐξαγοράζω]

[Λεξικό Κριαρά]
εξαγοράζω· αξαγοράζω· ’ξαγοράζω.
  • 1) Αγοράζω:
    • (Βίος Αλ. 4606).
  • 2) Εξαγοράζω:
    • (Χρον. σουλτ. 10024
    • δεν είναι άξιος ο κόσμος όλος να εξαγοράσει μίαν ψυχήν ανθρώπου (Διγ. Άνδρ. 33736
    • (με σύστ. αντικ.):
      • (Πεντ. Λευιτ. ΧΧVII 19).
  • 3) Πληρώνω για να πάρω πίσω κ. που έβαλα ενέχυρο:
    • (Κατζ. Β´ 199).
  • 4) Απελευθερώνω πληρώνοντας λύτρα:
    • (Κατζ. Δ´ 426
    • σκλάβος ήσουν εις την ηγή την Αίγυφτο και εξαγόρασέ σε ο κύριος ο Θεός σου (Πεντ. Δευτ. ΧV 15
    • (με σύστ. αντικ.):
      • (Πεντ. Λευιτ. ΧΙΧ 20).
  • 5) Φρ. εξαγοράζω τον καιρό = εκμεταλλεύομαι τον καιρό:
    • (Αλφ. 1521).

[αρχ. εξαγοράζω. Ο τ. ’ξα‑ στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες