Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαΰλωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαΰλωση η [eksaílosi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξαϋλώνω1: Οι μοναχοί με την προσευχή και τη νηστεία φτάνουν στην κορυφή της εξαΰλωσης, στο Θεό. 2. (φυσ.) η μετατροπή της ύλης σε ενέργεια, συνήθ. για τα στοιχειώδη σωματίδια της ύλης που συναντούν το αντίστοιχο σωματίδιο της αντιύλης.

[λόγ. εξαϋλω- (δες εξαϋλώνω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες