Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαίρετα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εξαίρετα, επίρρ.
  • 1) Σε μεγάλο βαθμό, πάρα πολύ:
    • ένας υπερέβαινεν εξαίρετα τους άλλους (Αρσ., Κόπ. διατρ. [53]).
  • 2) Θαυμάσια, πολύ ωραία:
    • εξαίρετα επεριπάτειν (Λίβ. P 1091).

[<επίθ. εξαίρετος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες