Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαήμερος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εξαήμερος, επίθ.
  • Το θηλ. ως ουσ. = έργο που πραγματεύεται τις έξι μέρες της δημιουργίας:
    • (Κώδ. Πάτμου I 182).

[μτγν. επίθ. εξαήμερος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαήμερος -η -ο [eksaímeros] Ε5 : που διαρκεί επί έξι συνεχείς μέρες: Εξαήμερη άδεια / προθεσμία / εργασία. H εξαήμερη δημιουργία του κόσμου. || (ως ουσ.) το εξαήμερο, χρονικό διάστημα έξι ημερών.

[λόγ. < ελνστ. ἑξαήμερος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες