Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξίσταμαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξίσταμαι [eksístame] Ρ : (λόγ.) μόνο στην έκφραση απορώ* και ~.

[λόγ. < ελνστ. ἐξίσταμαι, αρχ. σημ.: `απομακύνομαι΄, μσν. εκκλ. φρ. απορώ και εξίσταμαι]

[Λεξικό Κριαρά]
εξίσταμαι.
  • Α´ (Μτβ.) μένω έκθαμβος, θαυμάζω:
    • την αυτού εξίσταντο πάντες ανδρείαν πάνυ (Διγ. Z 1342).
  • Β´ Αμτβ.
    • 1) Μένω έκπληκτος, απορώ, σαστίζω:
      • εξέστησαν θαυμάζοντες τους λόγους του Ακρίτου (Διγ. Z 1653).
    • 2) Ταράζομαι, τρομάζω:
      • εξίσταμαι ν’ αφηγηθώ κατά την Κακοτροίαν (Βυζ. Ιλιάδ. 885).
  • Το θηλ. της μτχ. παρκ. ως επίθ. = έξαλλη, αλλόφρων:
    • (Ερμον. Ψ 283).

[αρχ. εξίσταμαι· βλ. και ξεσταίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες