Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξίδρωμα το [eksíδroma] Ο49 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση κατά την οποία διάφορες ουσίες, συνήθ. υγρά, συγκεντρώνονται σε χώρο που δεν προορίζεται γι΄ αυτά ή διάφορα υγρά χύνονται έξω από την κοιλότητα, στην οποία κανονικά βρίσκονται.
[λόγ. < αρχ. ρ. ἐξιδρω- (ἐξιδρῶ) `ιδρώ νω΄ -μα μτφρδ. γαλλ. exsudat]