Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εξέτασις ‑ση η· εξέταξις.
-
- α) Έρευνα, έλεγχος:
- (Μαχ. 12824)·
- β) έλεγχος (προκ. για τη μέλλουσα κρίση):
- η μέρα κείνη που θα γενεί εξέταση σ’ όλους (Τζάνε, Κατάν. 176).
[αρχ. ουσ. εξέτασις. Η λ. (‑ση) και σήμ.]
- α) Έρευνα, έλεγχος:



