Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξάρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξάρα η [eksára] Ο25α : 1.(προφ.) ποινή έξι ημερών. α. φυλάκιση έξι ημερών στο στρατό: Έφαγε μια ~. β. αποβολή μαθητή από το σχολείο για έξι μέρες. 2. (πληθ.) στο τάβλι και σε άλλα τυχερά παιχνίδια, όταν και τα δύο ζάρια που ρίχνει ο παίκτης δείχνουν τον αριθμό έξι: Έφερε εξάρες ο τυχερός. 3. επιτραπέζιο παιχνίδι που το παίζουν επάνω σε ειδικά χαραγμένο τετράγωνο δύο παίχτες με έξι πούλια ο καθένας.

[έξ(ι) -άρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες