Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξάποδος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εξάποδος, επίθ.
  • Που έχει έξι πόδια:
    • θερία εξάποδα (Αλεξ. 1644).

[<αρχ. επίθ. εξάπους. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες