Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξάντας ο [eksándas] Ο2 : αστρονομικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του ύψους των ουράνιων σωμάτων από κάποιο μη σταθερό σημείο, π.χ. κατάστρωμα πλοίου, αεροσκάφος, διαστημόπλοιο: H πυξίδα και ο ~ του πλοίου.
[λόγ. < αρχ. ἑξᾶς, αιτ. -ᾶντα το ρωμαϊκό νόμισμα sextans `ένα έκτο της νομισματικής ή άλλης μονάδας΄ σημδ. νλατ. sextant- (sextans) `εργαλείο που περιέχει ένα έκτο του κύκλου΄ < λατ. sextans]