Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξάνθημα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξάνθημα το [eksánθima] Ο49 : (ιατρ.) ερεθισμός της επιφάνειας του ανθρώπινου δέρματος: Εξανθήματα από ιλαρά / ερυθρά / ευλογιά / τύφο. Aρρώστια που εκδηλώνεται με υψηλό πυρετό και εξανθήματα.

[λόγ. < αρχ. ἐξάνθημα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξανθηματικός -ή -ό [eksanθimatikós] Ε1 : 1.(για αρρώστια) που συνοδεύεται από εξανθήματα: ~ τύφος / πυρετός. 2. που αναφέρεται στο εξάνθημα.

[λόγ. < γαλλ. exanthématique < αρχ. ἐξανθηματ- (ἐξάνθημα) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go