Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εξάμηνον, επίρρ.
-
- Με διάρκεια έξι μηνών:
- (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1608)·
- ορίζω να ένι εξάμηνον όλοι τους πληρωμένοι (Χρον. Μορ. P 6543).
[αρχ. επίρρ. εξάμηνον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Με διάρκεια έξι μηνών:



