Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξάμβλωμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξάμβλωμα το [eksámvloma] Ο49 : 1.(λόγ., ιατρ.) έμβρυο από έκτρωση· έκτρωμα. 2. μειωτικός χαρακτηρισμός για κτ. ή για κπ. που έχει ιδιαίτερα αποκρουστική, τερατώδη ή απεχθή όψη, μορφή· έκτρωμα.

[λόγ. < ελνστ. ἐξάμβλωμα `αποβολή εμβρύου΄ σημδ. γαλλ. avorton]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαμβλωματικός -ή -ό [eksamvlomatikós] Ε1 : που μοιάζει με εξάμβλωμα, που προκαλεί αποκρουστική εντύπωση: Εξαμβλωματική όψη / μορφή / εικόνα / κατασκευή.

[λόγ. εξαμβλωματ- (εξάμβλωμα) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go