Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξάδα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξάδα η [eksáδa] Ο26 αριθμτ. περιλ. : έξι ομοειδή πρόσωπα ή πράγματα που αποτελούν ένα σύνολο: Mια ~ πιάτα / ποτήρια / μαχαιροπίρουνα. Παράταξη / στοίχιση σε εξάδες / κατά εξάδες, με έξι άτομα σε κάθε σειρά.

[λόγ. < ελνστ. ἑξάς, αιτ. -άδα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαδακτυλία η [eksaδaktilía] Ο25 : ανατομική ανωμαλία που συνίσταται στην ύπαρξη έξι δαχτύλων στο ένα ή και στα δύο άνω ή κάτω άκρα.

[λόγ. < ελνστ. ἑξαδακτυλία]

[Λεξικό Κριαρά]
εξαδάκτυλος, επίθ.· εξιδάκτυλος.
  • Που έχει έξι δάχτυλα:
    • (Λέοντ., Αίν. V 15).
  • Τ. εξιδάχτυλος ως επών.:
    • (Σουμμ., Ρεμπελ. 169).

[αρχ. επίθ. εξαδάκτυλος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαδάκτυλος -η -ο [eksaδáktilos] & εξαδάχτυλος -η -ο [eksaδáxtilos] Ε5 : (για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από εξαδακτυλία ιδίως στα χέρια. || (ως ουσ.).

[λόγ. < ελνστ. ἑξαδάκτυλος, αρχ. σημ.: `με μήκος έξι δακτύλους΄· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες