Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενώπιος -α -ο [enópios] Ε6 : μόνο στην απαρχαιωμένη έκφραση ~ ενωπίω, ο ένας απέναντι στον άλλο· πρόσωπο με πρόσωπο: Πες μου, τώρα που είμαστε μόνοι, ~ ενωπίω, όλη την αλήθεια.
[λόγ. < αρχ. ἐνώπιος `μπροστινός΄]



